- ανανεωτικός
- η , ό[ν]1) обновляющий; реставрационный; 2) возобновляющий (отношения)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανανεωτικός — ή, ό (Α ἀνανεωτικός, ή, όν) [ανανεώνω] ο σχετικός με την ανανέωση, ο ικανός να ανανεώνει, να αναζωογονεί … Dictionary of Greek
ανανεωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί, φέρνει ανανέωση: Τις ανανεωτικές προσπάθειές του στην εκπαίδευση δεν τις συνέχισαν οι διάδοχοί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνανεωτικόν — ἀνανεωτικός renewing masc acc sg ἀνανεωτικός renewing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανεωτικαί — ἀνανεωτικός renewing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανεωτικῆς — ἀνανεωτικός renewing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανεωτική — ἀνανεωτικός renewing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανεωτικήν — ἀνανεωτικός renewing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανεωτικῷ — ἀνανεωτικός renewing masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ανανεωτής — ο (Α ἀνανεωτής) αυτός που επιφέρει ανανέωση, ο ανακαινιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνανεοῦμαι. ΠΑΡ. ανανεωτικός] … Dictionary of Greek
ἀνανεωτικάς — ἀνανεωτικά̱ς , ἀνανεωτικός renewing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)